νιφοστιβής

νιφοστιβής
νιφοστιβής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + -στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο-στιβής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νιφοστιβεῖς — νιφοστιβής piled with snow masc/fem acc pl νιφοστιβής piled with snow masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοστιβέως — νιφοστιβής piled with snow adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”